γουδοχέρι

γουδοχέρι
και γουδόχερο, το
1. κόπανος τού γουδιού
2. φρ. α. «το γουδί, το γουδοχέρι» — τα ίδια και τα ίδια
β. «το γουδί, το γουδοχέρι με τον κόπανο στο χέρι» — λέγεται γι' αυτούς που επιμένουν σε παράλογα ή επαναλαμβάνουν τα ίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γουδοχέρι — γουδοχέρι, το και γουδόχερο, το ο κόπανος του γουδιού: Κοπάνισε τα αμύγδαλα με το γουδοχέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… …   Dictionary of Greek

  • αλετρίβανος — ἀλετρίβανος, ο (Α) αυτό που αλέθει και τρίβει, το γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., που δηλώνει εργαλείο η λ. είναι σύνθετη το β συνθετικό τής λ. συνδέεται με το ρ. τρίβω, πιθανότατο με επίδραση τής λ. κρίβανος (κλίβα νος). Το α συνθ. όμως… …   Dictionary of Greek

  • αλοτρίβανος — ἁλοτρίβανος, ο (Μ) αλατοτρίφτης, εργαλείο με το οποίο κοπανίζουν το αλάτι, γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο * + τρίβω] …   Dictionary of Greek

  • δίδραξ — δίδραξ, ο (Μ) γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι + δραξ «χούφτα, παλάμη»] …   Dictionary of Greek

  • δοίδυξ — δοῑδυξ ( υκος), ο (Α) γουδοχέρι, αλετρίβανος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τής οποίας η ετυμολ. είναι άγνωστη] …   Dictionary of Greek

  • δοιδυκοποιός — δοιδυκοποιός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + ποιός < ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • δοιδυκοφόβα — δοιδυκοφόβα, η (Α) (κωμ. λ. για την ποδάγρα) αυτή που φοβάται τον κρότο τού δοίδυκος, την ευκινησία τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + φοβούμαι] …   Dictionary of Greek

  • θυέστης — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, αδελφός του Ατρέα, από τον οποίο κληρονόμησε το βασιλικό σκήπτρο των Μυκηνών και το κληροδότησε στον Αγαμέμνονα. Ο Ατρέας και ο Θ. σκότωσαν, με τη συνενοχή της μητέρας… …   Dictionary of Greek

  • ιγδοκόπανον — ἰγδοκόπανον, τὸ (Α) το γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγδις + κόπανον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”